-
1 αποπλυνω
1) намывать, наносить(λάϊγγας ποτὴ χέρσον Hom.)
2) смывать, споласкивать(κόνιν Luc.; τὸ ξηρὸν ἀποπλυνόμενον Arst.)
3) омывать, ополаскивать(τὸ περὴ τέν γλῶτταν Plat.)
1 αποπλυνω
(λάϊγγας ποτὴ χέρσον Hom.)
(κόνιν Luc.; τὸ ξηρὸν ἀποπλυνόμενον Arst.)
(τὸ περὴ τέν γλῶτταν Plat.)